- συγκακοπαθώ
- -έω, ΜΑμετέχω στα παθήματα κάποιου («ἀγαλλιώμενοι σφόδρα, ὅτι τοιούτῳ ἀνδρὶ... συνεκακοπάθησαν», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.συμπαθώ, συμπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κακοπαθῶ «πάσχω, ταλαιπωρούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.